κυτόχρωμα — Ομάδα πρωτεϊνών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα. Τα κ. έχουν ως προσθετική ομάδα διάφορες πορφυρίνες που φέρουν σίδηρο και χαρακτηρίζονται με τη γενική ονομασία αίμη. Η αίμη αποτελεί προσθετική ομάδα και άλλων… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
πρωτοπορφυρίνη — η, Ν (βιοχ.) τετραπυρρολικό παράγωγο που συνδέεται με δισθενή σίδηρο για να δώσει την αίμη, δηλαδή την προσθετική ομάδα τών χρωμοπρωτεϊνών, τής αιμοσφαιρίνης, τής μυοσφαιρίνης, τών κυτοχρωμάτων και άλλων σχετικών ενζύμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
σιδηροπορφυρίνη — η, Ν (βιοχ.) η αίμη … Dictionary of Greek
σφαιρίνη — η, Ν (βιοχ.) α) πρωτεϊνικό σώμα το οποίο συνδέεται με μια προσθετική ομάδα ή μία αίμη που είναι χαρακτηριστική τής μυοσφαιρίνης και τής αιμοσφαιρίνης β) στον πληθ. οι σφαιρίνες ανομοιογενής ποικίλης δομής και λειτουργίας ομάδα πρωτεϊνών με… … Dictionary of Greek
ερυθροκύτταρα — Απύρηνα κύτταρα του αίματος. Ο αριθμός τους στις γυναίκες κυμαίνεται μεταξύ 4.500.000 5.000.000/mm3 αίματος, ενώ στους άντρες μεταξύ 5.000.000 5.500.000/mm3 αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου έχουν σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, το οποίο όμως… … Dictionary of Greek